Από τον «Ιέρωνα» ή «Χάριτες», Θεόκριτος
Κι οι πολιτείες που
αφάνισαν του αντίμαχου τα χέρια,
σαν πρώτα να κατοικηθούν απ’
τους παλιούς πολίτες∙
τα καρπερά χωράφια τους να
οργώνουν∙ όλο πάχος
απ’ το χορτάρι, οι
αμέτρητες χιλιάδες των προβάτων
στις λάκκες να βελάζουνε∙
γυρνώντας τα γελάδια,
το βράδυ, πιο γοργό να κάνουν τον διαβάτη∙
Ν’ αυλακωθεί για τη σπορά
το χώμα, όταν τζιτζίκι
λαλεί μεσημεριάτικα στ’
ακρόκλωνα, κοιτώντας
κρυφά απ’ τα δέντρα τους βοσκούς∙
να σκεπαστούν μ΄αράχνες
τα όπλα και μήτε τ’ όνομα
να υπάρχει του πολέμου!
***
Ειρήνη
Ντύθηκα
την πανοπλία της Ειρήνης,
για να υπάρχει ζεστό παραγώνι,
να κάτσει
να ονειρευτεί ο έφηβος,
να πεθυμήσει τη νιότη ο γέρος,
να σταλιάσει ο βρεγμένος δουλευτής,
ν' ακούσουν το παραμύθι της φωτιάς
οι άγουρες παιδούλες.