Τηλεφωνική
συνομιλία
Η
τιμή έδειχνε λογική, η τοποθεσία
αδιάφορη.
Η σπιτονοικοκυρά ορκιζόταν
πως
ζούσε μόνον απ’ τα νοίκια. Τίποτα
δεν
έμενε παρά μια αυτοεξομολόγηση.
«Κυρία»,
προειδοποίησα «μισώ
το
χαμένο πήγαινε – έλα, είμαι αφρικανός».
Σιωπή.
Βουβή μεταβίβαση αναγκαστικής
καλής
ανατροφής. Η φωνή, σαν ήρθε,
ντυμένη
με κραγιόν, με μακριά πίπα
χρυσοστόλιστη,
τσίριξε. Ένιωσα απαίσια.
«ΠΟΣΟ
ΣΚΟΥΡΟΣ;»… Δεν είχα ακούσει
λάθος..
«ΕΙΣΘΕ ΛΙΓΟ Ή ΠΟΛΥ ΣΚΟΥΡΟΣ;»
Κουμπί
Β. κουμπί Α. Δυσωδία
ταγγής
ανάσας δημοσίου δέρματος-
και-
λόγου. Κόκκινο παράπηγμα.
στην
κολώνα κόκκινο κουτί. Κόκκινο
λεωφορείο
δίπατο, που συντρίβει
την
πίσσα. Ήταν αληθινό! Ντροπιασμένος
απ’
την κακότροπη σιωπή, παραδίνομαι
άναυδος
να ζητώ απλούστευση.
Συντηρητική
καθώς ήταν ποίκιλλε
την
έμφαση – «ΕΙΣΘΕ ΣΚΟΥΡΟΣ;
Ή
ΠΟΛΥ ΑΝΟΙΧΤΟΣ;». Η αποκάλυψη
ήρθε.
«εννοείτε – σαν απλή ή γαλακτερή
σοκολάτα;».
Η συναίνεσή της ήταν
κλινική,
που τσακιζόταν στην ελαφριά της
απροσωπία.
Αμέσως, τακτοποιώντας
τα
πόδια μου, φώναξα. «σουπιά
της
Δυτικής Αφρικής» - κι ύστερα από λίγο,
«κάτω,
στο διαβατήριό μου…». Σιωπή
για
φασματοσκοπική πτήση της φαντασίας
μέχρι
που η αλήθεια πρόβαλε σκληρή
στην
προφορά της απάνω στο ακουστικό.
«ΤΙ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;» παραδεχόμενη, «ΔΕΝ
ΞΕΡΩ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ». «Σα μελαχρινή».
«ΕΙΝΑΙ
ΣΚΟΥΡΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ;»
«Όχι
ακριβώς. Στο πρόσωπο, είμαι
μελαχρινός,
αλλά, Κυρία, θα ’ταν
καλό
να δείτε μόνη σας το υπόλοιπο
του
εαυτού μου. Η παλάμη του χεριού μου,
οι
πατούσες των ποδιών μου είναι ένα
υπεροξείδιο
ξανθό. Η τριβή
απ’
το κάθισμα
–
ανόητο, Κυρία- έχει κάνει την έδρα μου
Κορακίσια
μαύρη. Μια στιγμή, Κυρία!» -
παίρνοντας
είδηση πως το ακουστικό της
πήγαινε
πίσω στη θέση του – «Κυρία»,
παρακάλεσα
πολύ, «θα θέλατε
καλύτερα
μονάχη σας να ’δείτε;»
Wole Souinka